-
1 λάρος
λάρος, ὁ, ein gefräßiger (s. das Folgde u. vgl. λαβρός) Meervogel, λάρος ὄρνις, Od. 5, 51; die Möve, Arist. H. A. 5, 9. 8, 3; λάρος κεχηνώς, Ar. Equ. 951; übertr., ein habgieriger Mensch, wie ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς – φιμώσητε Nubb. 582 [aber Av. 567 ist α lang gebraucht]; vgl. Matron. bei Ath. IV, 134 e πεινῶντι λάρῳ ὄρνιϑι ἐοικώς u. XI, 411 e. – Auch ein Schimpfwort, Dummkopf, Luc. Tim. 12.
-
2 λάρος
См. также в других словарях:
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek